- ζοφόεις
- ζοφόεις, -εσσα, -ον (AM) [ζόφος]σκοτεινός, αμαυρός, σκιερός, σκοτεινόχρωμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζοφόεις — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφόεντα — ζοφόεις neut nom/voc/acc pl ζοφόεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφόεντας — ζοφόεις masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφόεντες — ζοφόεις masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφόεντι — ζοφόεις masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφόεντος — ζοφόεις masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφόεσσα — ζοφόεις fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφόεσσαν — ζοφόεις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφόενθ' — ζοφόεντα , ζοφόεις neut nom/voc/acc pl ζοφόεντα , ζοφόεις masc acc sg ζοφόεντι , ζοφόεις masc/neut dat sg ζοφόεντε , ζοφόεις masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζόφος — ο (AM ζόφος, ὁ και μτγν. ζόφος, εος, τό) 1. βαθύ σκοτάδι, σκοτεινιά 2. μτφ. βαθιά μελαγχολία, θλίψη, κατήφεια («ζόφος ψυχής») μσν. ζοφερή σκέψη, πονηρό, αμαρτωλό διανόημα αρχ. 1. το σκοτάδι τού κάτω κόσμου, η σκοτεινιά τού Άδη («ἐγώ δ ἄπειμι γῆς… … Dictionary of Greek